|
II 1) непогашенный; 2) неугасимый (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непогашенный? — άσβεστος как на (ново)греческом будет слово неугасимый? — άσβεστος как с (ново)греческого переводится слово άσβεστος? — непогашенный, неугасимый — αλογόπετρα — φλάουτο — αναφλέκτης — γλυπτός — ερυθρωπός — ψυχίτζα — ξεκοριάζω — χού — στομαχιάρικος — αυγόσχημος — αρχύτερος — δραματολογικός — διάβρεξη — φαλμπαλάς — ατριγύριστος — ανάποδα — πετιούμον — ενδιαφερόντως — σύντομα — κλαυτός — δογματικός |
|||