|
(αόρ. συνίζησα) оседать, опускаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оседать? — συνιζάνω как на (ново)греческом будет слово опускаться? — συνιζάνω как с (ново)греческого переводится слово συνιζάνω? — оседать, опускаться — κομματίδιο — απερίφρακτος — μαυροκόκκινος — θεοσκοτωμένος — αψός — μονώνω — συνεννοούμαι — συκαλίς — ταγγισμένος — ακατασίγαστος — σταυροπηγιακός — αγελαδινός — Κεραμεικός — αλληλοσπαράσσομαι — παραφέρνομαι — κωλοφωτιά — γίνομαι — θολοειδής — αδρύς — έλλειμμα — θρήσκα |
|||