|
(-ητος) ο женственность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женственность? — γυναικότης как с (ново)греческого переводится слово γυναικότης? — женственность — μητράδελφος — αποσκυβαλισμένος — μυγιάζομαι — κτηνάνθρωπος — βολάζω — αυτοβδελυγμία — καθελκύω — γερανοφόρος — Μαυρομάτης — κατάπρυμος — αμάγγωτος — οπουδήποτε — πτύσιμον — ολοχρονίς — μουσκάρι — βιβλιολατρεία — Αϊδημήτριάτης — λακκούβα — νοσφισμός — καταιονισμός — αποσαπίζω |
|||