λαϊκιστικά

формы словаβ
λαϊκιστικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λαϊκιστικά? —


άγνεθοςπαιδολόγοςδυσθεράπευτοςυγιώςΞάνθηπαννιασμένοςγοργόφτεροςπαιδολογικόςυμενώδηςψυχοκόρηξόμπλιασμααρθριτικόςδιφωνίαβουτηχτάτσαμπούνημακαμπυλόγραμμοςανταπαιτώκατακαλόκαιραανεπίσακτοςπαρατραβηγμένοςσεμιίδαλις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit