Новогреческий словарь
κλίκα
κλίκα
η
клика, шайка
;
είναι μιά ~ — прям., перен. (быть) из одной шайки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клика
? —
κλίκα
как на
(ново)греческом
будет слово
шайка
? —
κλίκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλίκα
? — клика, шайка
#
(ново)греческий словарь
—
ανανθής
—
ερυθρόδανον
—
ξυλοπόδαρο
—
σκανδαλοθηρικός
—
πυρηνίνη
—
ερατεινός
—
κρυπτογενεσικός
—
κατάπλους
—
τύλιγμα
—
γυροσκόπος
—
ελιοτριρόπετρα
—
γεμώζω
—
ηώλιθος
—
μεντζάστρα
—
εκκοκκιστήριο
—
δικτυοποιός
—
αξιωματικός
—
φαμελιάρης
—
εμποδίζω
—
απώγων
—
αλεύκαντος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,