|
το : είμαι (или γίνομαι) μουσκίδι — быть промокшим, становиться мокрым, промокать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουσκίδι? — — φηκάρι — αργεύω — απόφραξη — τριποδισμός — μόριο — παραπληρωματικός — απαικτος — επέτυχον — γαλάκτωση — απογεματίζω — συναίτιος — ημικυρίαρχος — διαφόριση — αχνάρι — χρωματισμός — ομολογιούχος — μέθεξη — φρίκιασμα — ανάβλεψις — ήμαρτον — ταχυβόλος |
|||