|
το 1) таблетка; 2) небольшой диск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово таблетка? — δισκίο как на (ново)греческом будет слово небольшой диск? — δισκίο как с (ново)греческого переводится слово δισκίο? — таблетка, небольшой диск — σιωπητήριο — αντιπροβάλλω — χουμώ — ξενότροπος — παραστρατίζω — παρέστιος — κουζινικά — κυρός — πείραγμα — κερδομανία — επιφράττω — καλοδεχούμενος — φιλότιμο — δυναμογεννήτρια — χάβρα — βαθμολογικά — καούρα — κακομαθημένος — δυναμό — χαντζαριά — αναστημόμετρο |
|||