|
ο путепровод, виадук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово путепровод? — οδαγωγός как на (ново)греческом будет слово виадук? — οδαγωγός как с (ново)греческого переводится слово οδαγωγός? — путепровод, виадук — ρεγάλο — χάσκημα — ανακαθισμένος — εκπηδώ — διασκορπίζομαι — αποκαταντώ — ακροβατική — αραβοποίκιλμα — κρεμέζο — επάλληλος — επαγγέλλομαι — πρωτίστως — στάχωση — παρατιμονιάζω — ημιμόνιμος — υπνοβάτης — υποχθόνιος — δαχτυλοβρεχτήρας — ευθηναίνω — πλατύβαθρον — συγχρονοσκόπιον |
|||