|
демилитаризовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово демилитаризовать? — αποστρατιωτικοποιώ как с (ново)греческого переводится слово αποστρατιωτικοποιώ? — демилитаризовать — βιολίστρια — ποιούμαι — έγχριση — παγετών — απομώρίλα — ετεροαιμοθεραπεία — επιγονατιδικός — ενσφηνωτικός — σερενάτα — αδικιά — εκατοστάρικος — γεώμηλον — κουσούρι — κινητικότητα — επάνδρωση — αλάλητος — βρύση — συνεζευγμένος — αργοταξιδεύω — βομβαρδιστικός — ψέγομαι |
|||