|
ο исповедник, духовник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедник? — ξομολόγος как на (ново)греческом будет слово духовник? — ξομολόγος как с (ново)греческого переводится слово ξομολόγος? — исповедник, духовник — εκγυμνάζω — δακτυλωτός — αναπτύσσομαι — αντιδωρεά — ιδιόβουλος — Τ — Σόλοι — μεροκαματιάρισσα — βενζινοκίνητος — κατασκιάζω — μεσόγαιος — δεκαπλασιάζω — ξερράβω — δευτερίζω — βώλος — αναπαυτήριο — διδασκαλική — ραδιο- — στυφάδα — μαγνηζια — βοσκήσιμος |
|||