|
воен. откат (лафета). #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откат? — ανατροχασμός как с (ново)греческого переводится слово ανατροχασμός? — откат — ποταμοφυής — δισκόφρενο — φυγόπονος — διασπορέας — κομμουνισταριό — μπογιαντισμένος — σπειραματοειδής — σελλώνω — καρποφόρος — αντιβολή — ανισος — θυμίασις — ενόστωσις — γεροπαράξενος — απογυναικώνομαι — απαιτούμενα — εκβρασμα — ποδοσφοιρικός — δυσερμήνευτος — κατασκευαστής — ερεθιστικά |
|||