ανατροχασμός

формы словаβ
ανατροχασμός
воен. откат (лафета).



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово откат? — ανατροχασμός
как с (ново)греческого переводится слово ανατροχασμός? — откат


ποταμοφυήςδισκόφρενοφυγόπονοςδιασπορέαςκομμουνισταριόμπογιαντισμένοςσπειραματοειδήςσελλώνωκαρποφόροςαντιβολήανισοςθυμίασιςενόστωσιςγεροπαράξενοςαπογυναικώνομαιαπαιτούμεναεκβρασμαποδοσφοιρικόςδυσερμήνευτοςκατασκευαστήςερεθιστικά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit