Новогреческий словарь
ανατροχασμός
ανατροχασμός
воен.
откат
(лафета).
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
откат
? —
ανατροχασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατροχασμός
? — откат
#
(ново)греческий словарь
—
αποδέλοιπος
—
συκολογω
—
μίνιο
—
άπτομαι
—
χοντροκαύκαλος
—
θιαμαίνουμαι
—
πάροδος
—
καφεζυθεστιατόριο
—
αφιλόκαλος
—
μακραίνω
—
στεγανοποιούμαι
—
τσαλακώνομαι
—
οψιγενής
—
γιαβρής
—
διυγραίνω
—
στρογγύλεμα
—
εξευγενισμός
—
κλέπτω
—
ρούφηγμα
—
σκληραγωγικός
—
πορνόσπιτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,