|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταπεινώς? — — ανισοϋψής — μισοσκότεινος — δίχα — βαθόμετρο — ψυχομαραίνομαι — θεόφτωχος — βουβαλοπέτσι — ετεροκαρπία — κομψοτέχνημα — συντομογραφικώς — καταράχι — λογογραφικός — μπαμπάκι — ξεβραχνιάζω — βατόμουρο — πρωτάρχισμα — δανειομεσίτης — πανύψηλος — διαλαλώ — γαστροσκόπηση — εγκυστίωση |
|||