Новогреческий словарь
οππορτουνιστικός
οππορτουνιστικός
оппортунистический
;
~ό σύνθημα — оппортунистический лозунг
;
παίρνω ~ή θέση — занимать оппортунистическую позицию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оппортунистический
? —
οππορτουνιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οππορτουνιστικός
? — оппортунистический
#
(ново)греческий словарь
—
τσιτσί
—
γεύομαι
—
δαμασκηνέα
—
λευκοβαφής
—
κοσμοδρόμιο
—
βάτα
—
φύτευμα
—
άσφαλτος
—
αρθροπάθεια
—
μισοσκότεινος
—
υποκύανος
—
γαλεάγρα
—
αναθερμασία
—
βόμβυξ
—
σαμπάνιο
—
αντονυμικός
—
σπάργανο
—
παρηκμασμένος
—
κατακόπτω
—
ολοκληρωμένος
—
ξαδέρφι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве