Новогреческий словарь
αρμπορίζω
αρμπορίζω
мор.
ставить мачту
;
===
~ τά κουπιά — поднимать вёсла (вертикально) в знак приветствия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ставить мачту
? —
αρμπορίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμπορίζω
? — ставить мачту
#
(ново)греческий словарь
—
συζήτηση
—
ξελουρίζω
—
ανατριχιάζω
—
χηνούλα
—
ηχοαπορροφητικός
—
ψυχρίτσα
—
ανακοχλασμός
—
ερημονήσι
—
συσκευιάστρια
—
ψαροπούλο
—
επίβουλος
—
γιούσουρι
—
κέδρωσις
—
πεντήκοντα
—
αθέατος
—
αδιασάφητος
—
σούτος
—
αξήραντος
—
καλλιεργητής
—
πτάξ
—
ατριβής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω