|
η прелюбодеяние; внебрачное сожительство; τέκνο εκ ~ς — незаконнорождённый ребёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прелюбодеяние? — κλεψιγαμία как на (ново)греческом будет слово внебрачное сожительство? — κλεψιγαμία как с (ново)греческого переводится слово κλεψιγαμία? — прелюбодеяние, внебрачное сожительство — γύναιο — ναυλοτιμαριθμοποίηση — ομφαλίτις — βερίκοκκο — ποραμάννα — εκσκωρίαση — νομοτελεστικόν — κάλως — παραδέρνω — αιμόπτυση — απάνω — αποκαλύπτω — ένεση — τσαγκρουνιά — αποστακτικός — αντιφιλοδοξώ — ευλίμενον — υδρομιγής — επαινετός — μονήμερος — βρόχειος |
|||