|
идеализирующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово идеализирующий? — εξιδανικευτικός как с (ново)греческого переводится слово εξιδανικευτικός? — идеализирующий — αρτοποιός — βρούχος — στραμπούλισμα — ποιητικότητα — ξεπληρώνω — αδίωκτος — καταχώνω — αδελφοποιητή — κατακύλισμα — επορειχάλκωση — σφαλιάρα — παλιούρα — ποίκιλμα — μηχανοποιία — μέτοχος — παρελκυστικότητα — ηγουμενοσυμβούλιο — οφίτης — καλαντζής — ουγγρικός — εκπέμπω |
|||