Новогреческий словарь
συνετίζομαι
συνετίζομαι
образумливаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
образумливаться
? —
συνετίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνετίζομαι
? — образумливаться
#
(ново)греческий словарь
—
που
—
αποφύλλισμός
—
ξενώνας
—
λιθογόνος
—
διαφώτιστος
—
ερείκη
—
Μογγόλος
—
σιτοπαραγωγός
—
καβουρίνα
—
ξεμυγιαστήρι
—
απλημμύριστος
—
εθιμοτυπικός
—
αιθεροβάμονας
—
απόμερος
—
ηλεκτροδυναμόμετρο
—
άπατα
—
ασυνεχής
—
μανάβικο
—
απανταχούσα
—
σιούτης
—
ζουρλομανδύα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве