|
η слива (дерево) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слива? — δαμασκηνέα как с (ново)греческого переводится слово δαμασκηνέα? — слива — στραβωμάρα — πουδράρισμα — νοσογραφία — κομπανιάρω — χαλκωματάς — γυμνόσπερμος — εκφυλιστικά — επαναπατρίζομαι — λώβη — σέμπρος — δέντρο — συντηρητικά — νησώδης — αχαλινάρωτος — θρουβαλίζω — δόκιμος — εφεκτικότητα — αλατώδης — ωτόρροια — ξέζωστος — δισπέντσα |
|||