|
το грам. числительное; ~ απόλυτο (τακτικό) — числительное количественное (порядковое) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово числительное? — αριθμητικό как с (ново)греческого переводится слово αριθμητικό? — числительное — μικροβιολόγος — ουλώδης — φώνημα — αεροπειρατεία — ορθογώνιος — αποκαθίδι — περιστατικός — πρόσκτηση — σαπουνόπετρα — ανεμίτης — αναριθμώ — τρίφτης — εγκαινιάζω — ογκηθμός — αφύσικος — καλέμι — υδραεροπλάνο — κρασόνερο — θεοπάλαβος — άμπελος — διαγνωστικό |
|||