|
η 1) коринка (лоза); 2) плантация коринки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коринка? — σταφιδάμπελος как на (ново)греческом будет слово плантация коринки? — σταφιδάμπελος как с (ново)греческого переводится слово σταφιδάμπελος? — коринка, плантация коринки — υγιεινολογία — μαντάλωμα — κακοφαίνετοι — μετέωρος — διανοητικός — εδεσματολόγιον — στοιβαχτός — γουρουνιά — γαλαρόμαντρα — ματαράς — εκποιημένος — υπερωκεάνειο — κουλλαμάρα — βλάστημα — ατερμάτιστος — αυθαιμοθεραπεία — ανταπεργιακός — αναντάλλακτος — φαιδρός — τραχηλοτομία — ράγιση |
|||