Новогреческий словарь
θρανίο
θρανίο
το
школьная скамья; парта
;
από τά σχολικά ~ία ακόμα — [phrase]ещё со школьной скамьи[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
школьная скамья
? —
θρανίο
как на
(ново)греческом
будет слово
парта
? —
θρανίο
как с
(ново)греческого
переводится слово
θρανίο
? — школьная скамья, парта
#
(ново)греческий словарь
—
παραλλάσσω
—
βωμολοχικός
—
υπερυπουργείο
—
αφήκα
—
αφιλοκέρδεια
—
γοργοδρομώ
—
αμεριμνοσύνη
—
όγκος
—
καναπές
—
ανισότιμος
—
ρομάντζα
—
άνω
—
θρησκοληψία
—
αριόσητα
—
τίγρη
—
οινοβάρελο
—
ηλεκτρόμετρο
—
πικρόγελος
—
βούσυκο
—
αρσενικώδης
—
απάχισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,