|
το 1) браслет; 2) тех. обойма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово браслет? — βραχιόλι как на (ново)греческом будет слово обойма? — βραχιόλι как с (ново)греческого переводится слово βραχιόλι? — браслет, обойма — οινοπνευματοποιήσιμος — μαρμαρόστρωτος — αγγελόκορμος — σημαιοστολίζω — ξεβούλωμα — ρόκανο — κηφηναρειό — προσηλιακός — αλληλουχία — γουργούλα — προβόδισμα — παντοδυναμία — ανόρεχτα — εξάγωνος — ανασταίνω — υφέσιμος — οδοντοτεχνίτης — γιατροπορεύω — κουκκί — κατσαρομάλλης — άχου |
|||