|
η мед. оспа; στίγμα ~ιάς — оспина (след) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оспа? — ευλογιά как с (ново)греческого переводится слово ευλογιά? — оспа — ακουαρελίστας — γλυκανεβαίνω — ειρωνικώς — οπωροκηπευτικά — ιερός — περσινός — εξουδετερωτικός — αξιοποιήσιμος — ελαιουργός — αλογόνο — πουστιά — ανεδαφικότητα — απολνώ — γαϊδούρης — λογογράφος — κλιματιστικό — νεόβγαλτος — παγοπώλης — βαθύχρους — ψυχογένεση — προπατορικός |
|||