|
το 1) дождевая вода; 2) мн.ч. лужи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дождевая вода? — βροχόνερο как на (ново)греческом будет слово лужи? — βροχόνερο как с (ново)греческого переводится слово βροχόνερο? — дождевая вода, лужи — αριστοβάθμιος — κυματογόνος — σπουδαχτικός — δελεαστικός — ακόρδιστος — ζαγαρομάτης — εισδύω — ομόδικος — μετακάρπιον — αυτοκαταλύομαι — αεροβασία — φράξο — αχρήζω — χιονοβροχή — ερτζιανά — αντιλογήτικος — ξαναδίδω — βραχέα — διαλεκτικός — σουφραζέττα — απεχθάνομαι |
|||