|
в переносном смысле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово в переносном смысле? — μεταφορικώς как с (ново)греческого переводится слово μεταφορικώς? — в переносном смысле — επαργίλλωση — πηλοπλαστικός — λαρυγγολόγος — σπάθα — συνεργατική — καντήλι — παρομοίως — αγκών — ανελκτήρ — μεταμφιέζομαι — επιστέγασμα — ατερμάτιστος — χαλκάνθη — παρακαταθήκη — κωλοσούρτης — αποφύλλισμός — περιαρπάζω — γαργαλίζομαι — ξυλιασμένος — παντελονάκι — δρέπω |
|||