|
αόρ. от περιτρέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιέδραμον? — — εικοσάρι — προστατεύω — ριντώ — εκφορτώνω — μουντζαλώνω — θήραμα — βέβαιος — μέτρια — εκτυλίσσομαι — πλοίου — λιγοήμερος — Φεβρουάλια — στέρεος — γρατσούνα — προσωπικό — γλοιός — σηψιγόνος — δροσιό — ξανακάνω — βοϊδόπετσα — μετενσαρκώνω |
|||