|
η спелеология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спелеология? — σπηλαιολογία как с (ново)греческого переводится слово σπηλαιολογία? — спелеология — γιδοβυζάστρα — αγκύλωμα — λογάρι — χούφταλο — ευνοούμαι — αεροπειρατεία — φρουσκάλα — λιπαίνω — πνίγηρότητα — τριανδρία — θεός — επιδοκιμασία — τυροπωλείο — νεκρόκασσα — ηλιοσκόπιο — λέμβων — σταχτόπαννο — βακχεύτρια — σύσπαση — σίμωμα — χυμώδης |
|||