|
дословный, буквальный; ~ή σημασία — буквальное значение; ~ή μετάφραση — дословный перевод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дословный? — κυριολεκτικός как на (ново)греческом будет слово буквальный? — κυριολεκτικός как с (ново)греческого переводится слово κυριολεκτικός? — дословный, буквальный — χαλκίτιδα — οδοντοτεχνίτης — λινόπανο — εγκσρδίωση — συνοφρυούμαι — ξεγράφω — παρήνεσα — κατευθύνω — χρηματιστηριακός — πατρωνυμικό — λούμακας — πέπλος — κορακίσιος — πυκνοκατοίκητος — κονταρόξυλο — αντιμαρξιστικός — παλιρροιόμετρο — αντίπνοος — εκπαιδευτής — υπερκέρδος — πουλί |
|||