|
η лавровишня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лавровишня? — δαφνοκέρασος как с (ново)греческого переводится слово δαφνοκέρασος? — лавровишня — αμακάριστος — γόνιμα — οστεώδης — βριξιά — βουκολικά — ασβέστι — ριμαδόρος — χειμωνικός — κατάλυμα — τορνεύω — αθεράπευτος — ευθυμώ — λουμινάλ — μοιρόγραφτος — παρατήρηση — μαζωχτής — ήχος — είναι — αποκαή — μονόδρομος — καραβίδα |
|||