|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλαθοπλεκτική? — — κλυστήρι — κασίδης — ανάρρωση — δυσμετάπειστος — μπιρμπιλομάτης — ημίθεος — ευρύς — σί — κρεμεζής — φανατίζω — επιβάτης — συνωμοτώ — στενάχωρος — νοσηλεύω — εκπιέζω — γαλαξίας — κώπη — ανιμίστρια — βενζινοπώλης — Ω — αρτόδεντρο |
|||