|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αεροβατώ? — — πιπίζω — ράς — αρτύνω — βεβαιώ — ντερμπεντέρικος — τσίκνωμα — εκατοστός — πάγκαλος — διασφαλίζω — ανταγιάντιστος — πανίσχυρος — δικανίκο — μικροβιοβριθής — τρεμουλιάρης — πετροφυής — διαμόρφωση — Θεοφανώ — ψύξη — τριπλασιάζω — πιλάφι — βαφτικά |
|||