Новогреческий словарь
αεροβατώ
αεροβατώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεροβατώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ατέλειωτος
—
συγκαταβατικός
—
οφθαλμοσκόπιο
—
διαφορικό
—
συγχορδία
—
τρικυμία
—
ανυπάκουος
—
στούμπι
—
άνανθος
—
εκπηγάζω
—
αργοσάλευτος
—
ηλεκτροχημικός
—
πρωτοκαθεδρία
—
αβράχυντος
—
φτερούγι
—
εικοσάχρονος
—
σκηνίτης
—
παλαιοχριστιανικός
—
οβριακή
—
μυστήρια
—
τονώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве