|
ο экскаватор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экскаватор? — εκσκαφέας как с (ново)греческого переводится слово εκσκαφέας? — экскаватор — μερεύω — ρακιτζοκάζανο — αγούννιαστος — ακίνδυνα — κληρώνομαι — ανακωχάζω — ψαχουλεύω — εσχαρέας — ρασοφορώ — συζυγία — ξαναφορμάρω — — ελαιοφάγος — γνωριστικός — ανοσοβιολογικός — οχταήμερος — μισοχορτασμένος — γαλειουρίζω — μούντζα — ρωπογράφος — δυϊστής |
|||