Новогреческий словарь
εκσκαφέας
εκσκαφέας
ο
экскаватор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экскаватор
? —
εκσκαφέας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκσκαφέας
? — экскаватор
#
(ново)греческий словарь
—
μαντόλα
—
μελιχρότητα
—
δυσδιόρθωτος
—
αταβάνωτος
—
ακοσκίνητος
—
λουσέρνα
—
ζητουλεύω
—
υδρωπικιάζω
—
χαβαρώνι
—
λαμπυρίζω
—
σταυροκόπημα
—
εύδρομος
—
τερατογόνος
—
έκρινα
—
υπεσχημένος
—
βουδιά
—
εξωκοινοβουλευτικές
—
δεκαεπταετία
—
κατα-
—
σμπαράλιασμα
—
παρόχθιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,