|
вьшитый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вьшитый? — κεντημένος как с (ново)греческого переводится слово κεντημένος? — вьшитый — στραμπουλίζω — πολύχρωμος — ξεμαυλιστής — χρονιότητα — πρεφαδόρος — στερεότυπο — οπωρώνας — ψυχοκοινωνιολογία — καρδινάλιος — μπεζές — τελειοποιούμαι — απροφύλαχτος — παρεπόμενος — υπερχλωριούχος — μελιγόνι — κρινολούλουδο — γλυκαναπαύομαι — νευρικότητα — δεκαδικός — σερενάδα — ουκ |
|||