Новогреческий словарь
ανάρρηξη
ανάρρηξη
η геол.
выход
(на поверхность более старой породы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выход
? —
ανάρρηξη
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάρρηξη
? — выход
#
(ново)греческий словарь
—
ανακίνημα
—
ομφαλικός
—
υποσκάπτω
—
εδρεύω
—
αδιάρλητο
—
καλαμπουρίστρια
—
κατηφόρισμα
—
κουπιά
—
γαλακτοπαραγωγός
—
σκλήρωμα
—
αξομολόγητος
—
ιεροτελεστικός
—
πεύκο
—
αδευτέρωτα
—
αναμιγνύω
—
ευσέβεια
—
κοτζαμπασισμός
—
κερατοειδής
—
κτώμαι
—
καρυδώνω
—
εξοίδηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве