|
η 1) беременность; 2) перен. чреватость (чём-л.). #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беременность? — εγκυμόνηση как на (ново)греческом будет слово чреватость? — εγκυμόνηση как с (ново)греческого переводится слово εγκυμόνηση? — беременность, чреватость — διάλεγμα — λοκάντα — σάλπιγγα — έκπαγλος — αντιβασιλεία — σπαλέττα — πεντάωρος — μεσόροφος — υπερπηδώ — μεταμόρφωση — αναπαλαίω — εχινόδερμα — διέπω — γαζής — αποστερώ — διαγραφή — αβατσίνιαστος — κροκοσυλλέκτης — αρχοντικά — σαρωτής — ανασφάλιστος |
|||