Новогреческий словарь
εγκυμόνηση
εγκυμόνηση
η 1)
беременность
;
2) перен.
чреватость
(чём-л.).
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беременность
? —
εγκυμόνηση
как на
(ново)греческом
будет слово
чреватость
? —
εγκυμόνηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκυμόνηση
? — беременность, чреватость
#
(ново)греческий словарь
—
ακτινοβόλος
—
σκοταδισμός
—
ξαναζωντάνεμα
—
εναρκτήριος
—
ζωντάνεμα
—
υποτυπωδώς
—
βαγγέλιο
—
κρασοκανάτας
—
κρασοστάφυλο
—
καταληστεύω
—
ορθοχρωματικός
—
κοσμοξάκουστος
—
ηλεκτροποίηση
—
αψυώνω
—
σαρμάς
—
φιλοτομαριστικός
—
απαντέχω
—
ευχρηστία
—
έμβολο
—
ελιγκας
—
κομπογιαννίτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω