Новогреческий словарь
γεντίτσι
γεντίτσι
το
мерин
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мерин
? —
γεντίτσι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεντίτσι
? — мерин
#
(ново)греческий словарь
—
διαβίωση
—
ευπαίδευτος
—
πρωτοβγάζω
—
αλαργεμένα
—
συνοδοιπορία
—
σκευοφυλάκιο
—
γινατσής
—
φτωχοποιώ
—
αβούτηκτος
—
δύσχρηστος
—
τεμπελχανείο
—
αντεπίθεση
—
κορόϊδεμα
—
βιβλιεκδότης
—
ασάρωτα
—
γονιμοποιός
—
ζαλίγκα
—
πευκάκι
—
παραξενεύω
—
αύξων
—
αναβίβαστρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,