|
(-ωτος) τό солнечный свет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солнечный свет? — ηλιόφως как с (ново)греческого переводится слово ηλιόφως? — солнечный свет — υπουργείο — απιοειδής — μισογυνία — σιδηροβιομήχανος — θερμοπομπός — άρχοντας — αποβιταμίνωση — νυχτοπέτα — ανελπιστώ — αγγάστρωτη — εντεροκολίτιδα — φιλοτιμία — εισαγωγέας — απαντεμένος — άτεγκτος — γκολφ — κούρα — αμπάδικος — λεύτερος — κακοπαθιασμένος — αντιφώνηση |
|||