|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψαχουλευτός? — — διηνεκής — αψίδα — ἀναλωθείς — ανιχνευτός — γέννα — εγκατέστησα — βαγιόκλαρο — βαρελοσάνιδο — αργατολόγος — μπορετός — ηλεκτροκίνητος — φιλί — βοήθεια — διεκρευστήρας — εθνότητα — ολιγοσαρκία — πιπέρωμα — σπονδυλικός — κλείστρο — ενοχοποιώ — γαληνότατος |
|||