|
το сталь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сталь? — ατσάλι как с (ново)греческого переводится слово ατσάλι? — сталь — εβραίικος — παχνί — λευκαίνομαι — επιστρέφομαι — αφόρτωτος — κτηνοτροφή — πατρόν — τσούλα — βιτσιά — ηπατοπάθεια — άρνα — χειροτεχνικός — έρχομαι — μπακάμι — ολισθηρός — διατριβή — ψυχρότητα — αφαγκράζομαι — παιδομάζωμα — διαπερονώ — μεταλλοξίδιο |
|||