Новогреческий словарь
σκουπιδιάρης
σκουπιδιάρης
ο 1)
дворник
;
2)
мусорщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дворник
? —
σκουπιδιάρης
как на
(ново)греческом
будет слово
мусорщик
? —
σκουπιδιάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκουπιδιάρης
? — дворник, мусорщик
#
(ново)греческий словарь
—
χέρι
—
οσιότητα
—
ανατομείο
—
ανθυπομοίραρχος
—
ανείσπρακτος
—
μυθιστόρημα
—
αποκτηνωτικός
—
βουκινίζω
—
στερεοστατικός
—
αντιπρόποση
—
νταβάνωμα
—
σκουτέλλα
—
φυτολογικός
—
νεύρωση
—
καρβέλι
—
διασκόπηση
—
ρωπικά
—
δουλεμπορικός
—
πλειοδότρια
—
αγκράφα
—
υπερψύχω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве