|
τα пелёнки; === απ' τά ~ του — с пелёнок, с рождения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пелёнки? — γεννοφάσκια как с (ново)греческого переводится слово γεννοφάσκια? — пелёнки — αιμοφορία — εφεσείων — υποστύλωση — τέντωμα — λογχοφόρος — ταiνιοσκώληκες — φιλονεικία — μπάγκος — συγχρωτισμός — πισινούλης — συνδικάτο — μοναστής — δωδεκαπλούς — ασπρομουριά — περιέρχομαι — ατάραγος — βομβακιάζω — ντροπή — υφαίνω — καρδιοσκλήρωση — απλωμα |
|||