Новогреческий словарь
γεννοφάσκια
γεννοφάσκια
τα
пелёнки
;
===
απ' τά ~ του — с пелёнок, с рождения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пелёнки
? —
γεννοφάσκια
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεννοφάσκια
? — пелёнки
#
(ново)греческий словарь
—
εγγόμφωση
—
κατράμι
—
σλοβάκικος
—
κρυσταλλικότητα
—
ανατυπώνω
—
παρελθοντολογώ
—
γεωτρύπανο
—
κοψοχείλης
—
λυτρωτικός
—
χαρτοπαίζω
—
συνείδηση
—
παραξοδιάζω
—
ξυλέμπορος
—
εν
—
κομπωτός
—
κηρόχρόυς
—
σφουγγάρι
—
φωτοτοπογράφηση
—
επισημότητα
—
ράχη
—
ραμφοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве