|
(-εως) η насыщение кислородом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насыщение кислородом? — οξυγόνωσις как с (ново)греческого переводится слово οξυγόνωσις? — насыщение кислородом — αποδείχνω — αποξεκάνω — εύπηκτος — εικονολάτρης — ζαλιά — γαυρίαμα — καλοβλέπω — κοντόφθαλμος — ετερομήκης — αλληλοπαραπέμπομαι — καλλιμάρμαρος — λιοκρούζομαι — πασίχαρος — παραπειστικός — τεχνητός — σαλατοποιούμαι — αναστρέψιμος — αλλοτροπικός — φιλειρηνισμός — συνεδρία — μιξόδια |
|||