|
молодой (о побеге, ростке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молодой? — νεοφυής как с (ново)греческого переводится слово νεοφυής? — молодой — ξεδίψασμα — πυρηνώδης — προσδόκιμα — επιτόπιος — κανονιοβολισμός — μαϊμού — υπερτονικός — νοτίζω — νάρκα — φιλάρας — μακροπρόθεσμος — μπάτσισμα — τεμαχηδόν — επικρατών — συναρμογή — μαυρίλα — φρέζα — διαφθορείο — εποστρακιστικός — εγγυώμαι — δικολαβισμός |
|||