|
бесшумный (о волнах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесшумный? — αφλοίσβος как с (ново)греческого переводится слово αφλοίσβος? — бесшумный — νομιναλίστρια — διώχνω — σιταρόψειρα — ζωογονία — κοκαλιάρης — λεβεντάνθρωπος — λατινικά — όναγρος — ανεμομάζωμα — συγκαταβατικότητα — αποδιπλώνω — ερωτοληψία — θυμοσοφία — παραβολοειδής — τιρμπουσόν — φριμαγμός — ξελάκκισμα — λιχνιστήρι — χειραφετώ — αποκρεμιέμαι — μαρξίστρια |
|||