Новогреческий словарь
σπονδυλικός
σπονδυλικός
позвоночный
;
~ή στήλη — а) позвоночник; б) перен. хребет; костяк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
позвоночный
? —
σπονδυλικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπονδυλικός
? — позвоночный
#
(ново)греческий словарь
—
λουμπαρδιάρης
—
τραυματισμός
—
ανδηροειδής
—
διεκθλίβω
—
κινδυνολογία
—
λυκειόπαιδο
—
ισπανοφιλία
—
θρησκεία
—
σεκόντο
—
μητροκτόνος
—
ηνίοχος
—
δερμονίζω
—
ηθογραφία
—
επαργορώνω
—
ασύμπλεκτος
—
μάλα
—
οικοτροφία
—
λιχουδιάρικος
—
ξέψυχα
—
σιχαμερός
—
αρματολόμπασης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,