|
позвоночный; ~ή στήλη — а) позвоночник; б) перен. хребет; костяк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово позвоночный? — σπονδυλικός как с (ново)греческого переводится слово σπονδυλικός? — позвоночный — εξωπραγματικός — μυδράλλιο — ερρινισμός — στομαχικός — διαίρεσις — τεσσαράκοντα — συμποσίαρχος — μεταγωγός — χαμηλόφωνος — μιμητικός — αναβρασμένος — ίσαμε — πυροδοτώ — λιπουρία — εκλεκτός — αγριορόρι — μεταθέτω — φανερωμένος — αχρησιμοποίητος — πραγματικότητα — απαρέσκομαι |
|||