σπονδυλικός

формы словаβ
σπονδυλικός
позвоночный;
          ~ή στήλη — а) позвоночник; б) перен. хребет; костяк



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово позвоночный? — σπονδυλικός
как с (ново)греческого переводится слово σπονδυλικός? — позвоночный


εξωπραγματικόςμυδράλλιοερρινισμόςστομαχικόςδιαίρεσιςτεσσαράκοντασυμποσίαρχοςμεταγωγόςχαμηλόφωνοςμιμητικόςαναβρασμένοςίσαμεπυροδοτώλιπουρίαεκλεκτόςαγριορόριμεταθέτωφανερωμένοςαχρησιμοποίητοςπραγματικότητααπαρέσκομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit