|
необрезанный; необрубленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необрезанный? — αξάκριστος как на (ново)греческом будет слово необрубленный? — αξάκριστος как с (ново)греческого переводится слово αξάκριστος? — необрезанный, необрубленный — αυτοκαλλιέργεια — ταράζω — σταδιακά — υπερνίκηση — άρρατ' αθέματα — αποστιλβώνω — μαντικός — ευθυπορία — ξετεντώνω — επτακοσιάκις — ασύμμαστος — ήγγειλα — συμφιλιώ — επιναθέτω — τραχειίτις — βουτυροκομικός — παραλλάζω — μουνούχι — σοσιαλιστικός — αποκτηνώνω — γαιανθρακορύκτης |
|||