|
το калибромер, калиброметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калибромер? — ολκόμετρο как на (ново)греческом будет слово калиброметр? — ολκόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ολκόμετρο? — калибромер, калиброметр — θωπευτικός — γεμίδι — απόπτυση — αρχάγγελος — απόλογος — απολέπτυνση — τέρπομαι — εκλέγω — λυσσομανία — μπατσικό — κρυσταλλολυχνία — κεντιά — απολογούμαι — ληστοπραξία — γελιέμαι — έμμισθος — προλύτης — λεπτουργώ — αντιμεταρρυθμίστρια — αψός — επαναπλέω |
|||