|
вельветовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вельветовый? — φελπεδέννος как с (ново)греческого переводится слово φελπεδέννος? — вельветовый — ταμιεύω — ευτού — δρακόντι — αντίρρησις — γκάζι — άθρεπτος — συμμοριτισμός — καθολικεύω — σχάσιμος — αποστομωτικός — θρακικός — παζάρι — πολύβουος — πισσόστρωση — στεριανός — οικειοθελώς — σέβας — φατρία — ζεματίζω — μονογένεσις — ζωοποίηση |
|||