|
η присвоение, завладение; захват (власти, прав) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присвоение? — αντιποίηση как на (ново)греческом будет слово завладение? — αντιποίηση как на (ново)греческом будет слово захват? — αντιποίηση как с (ново)греческого переводится слово αντιποίηση? — присвоение, завладение, захват — καφεπότρια — βροντοχτυπιέμαι — πασιέντσα — ακατάκτητος — αμμωνίτης — αποτράβηγμα — αταχυδρόμητος — ελεγειογράφος — παιδοκόμος — αναδεχτούρι — ζωογεωγραφία — προσχηματικός — βραδυσφυγμία — μονημερίς — συγκεντρωτισμός — οροδοσία — επίρροια — τιμαριθμικός — υδατοπέδιο — προχειρίζω — σαλό |
|||