|
ο, η тот(__,__) кто ведёт протокол, протоколист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто ведёт протокол? — πρακτικογράφος как на (ново)греческом будет слово протоколист? — πρακτικογράφος как с (ново)греческого переводится слово πρακτικογράφος? — тот, кто ведёт протокол, протоколист — απροόριστος — λαφράδα — προγραμματιστή — ελατός — αγαλματουργία — αστυνομικός — Βερολινέζα — φεγγαροφώτιστος — προχρηματοδότηση — προεπίδοση — σφοδρότητα — πυριτιδαποθήκη — ρυμουλκούμενος — τσίτ — μακέττα — βαρυβάρβιτος — αναστέλλω — σκόλοψ — εκείθε — ξορκισμένος — λούρδος |
|||